υδατογόνος

υδατογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
(ιδίως για αδένα φυτικών οργάνων) αυτός που εκκρίνει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καρκινο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”